κοστίζω, ρ. [<μσν. κοστίζω <ιταλ. costare], κοστίζω. 1. (για προϊόντα ή υπηρεσίες) έχω συγκεκριμένη αγοραστική αξία, στοιχίζω: «πόσο κοστίζει το κιλό;». 2. προκαλώ κάποιο οικονομικό βάρος, επιβάλλω κάποια έξοδα: «μου κόστισαν ακριβά οι σπουδές του γιου μου || θα σου κοστίσει πολύ αυτό το πάθος σου για τα ταξίδια». 3. προξενώ ζημιά ή λύπη: «πολύ του κόστισε ο θάνατος του πατέρα του || μου κόστισε πολύ που δεν ήρθες στη γιορτή μου». 4. καταβάλλω κάτι ως τίμημα για κάποια επιλογή μου: «ο γάμος μπορεί να είναι καλός, αλλά κοστίζει την ελευθερία || είναι πολύ όμορφη γυναίκα, αλλά κοστίζει ο δεσμός μαζί της, γιατί είναι πολυέξοδη»·
- δε μου κοστίζει τίποτα να…, δε μου είναι καθόλου δύσκολο να…: «όσο υψηλά και αν ίσταται, δε μου κοστίζει τίποτα να τον διαβολοστείλω, αν μου γίνει ενοχλητικός!»·
- δεν κοστίζει δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δεν κοστίζει δίφραγκο, βλ. λ. δίφραγκο·
- δεν κοστίζει δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δεν κοστίζει έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δεν κοστίζει φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- μου κόστισε (πολύ), α. μου προκάλεσε κάτι πολύ μεγάλη στενοχώρια ή πολύ μεγάλη ζημιά: «μου κόστισε πολύ που χώρισα με τη γυναίκα μου || η υποτίμηση της δραχμής μου κόστισε πολύ». β. ένιωσα έντονα τις συνέπειες από άστοχη ενέργειά μου ή από ενέργεια κάποιου άλλου σε βάρος μου: «μου κόστισε πολύ που πάνω στα νεύρα μου τον κατηγόρησα χωρίς λόγο || μου κόστισε πολύ που ξέχασε πως μεγαλώσαμε μαζί από παιδιά»·
- μου κόστισε ο κούκος αηδόνι, βλ. λ. κούκος·
- του κόστισε τη ζωή, βλ. λ. ζωή·